εξωμάχος

εξωμάχος
και ξωμάχος, ο
αυτός που εργάζεται στα χωράφια, γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + -μάχος (< μάχομαι)
πρβλ. θαλασσο-μάχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • ξωμάχος — ο 1. αυτός που εργάζεται στα χωράφια, στην ύπαιθρο 2. απόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξωμάχος, με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”